[651] δνοπαλίζω, fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen ; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶϑέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.