[661] δουλικός, knechtisch; γένος Plat. Polit. 309 a; διακονήματα Theaet. 175 e; ἔργον Araros Poll. 3, 75; καὶ ταπεινὰ πράγματα Dem. 57, 45; ἐργασία Arist. pol. 1, 11; Sp., wie Plut., πόλεμος, Sklavenkrieg. Crass. 10. – Adv., δουλικῶς καϑῆσϑαι Xen. Oec. 10, 10.