[663] δουρί-κτητος, = δορίκτητος, auch δουρικτητός betont; Homer einmal, Iliad. 9, 343 δουρικτητήν περ ἐοῠσαν, eine Sklavinn; vgl. Scholl. Herodian. u. Apoll. Lex. Homer. p. 59, 30.