[667] δρηστήρ, ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῠντες καὶ διακονοῠντες ϑεράποντες, ἀπὸ τοῠ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.