[667] δρομαῖος, auch 2 Endgn, Eur. Alc. 248, laufend; δρομαία βᾶσα Soph. Tr. 923; δεμνίων ἄπο πηδᾷ δρομαῖος Eur. Or. 45, wie ϑίασοι δρομαῖοι Bacch. 136, u. öfter; ἐφ' ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα Ar. Ran. 478; u. in Prosa, wie Xen. τὰ ἴχνη δρομαῖα, den εὐναῖα entgeggstzt. die Fährte des laufenden Wildes, Cyn. 3, 8; δρομαῖος ἵετο Luc. Alex. 14; übertr., δρομαίᾳ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3.