[668] δροσίζω, bethauen, befeuchten; ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar. Ran. 1312; μαροις στεφάνους Posidon. Ath. XV, 692 d; Posidipp. 11 (V, 134) u. Sp., wie Plut. Qu. nat. 6; δεδροσισμένος p. D. L. 7, 152.