[693] δυωδεκάβοιος, zwölf Rinder werth, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 29 Δυωδεκάβοιον· δυόδεκα βοῶν ἄξιον; Homer einmal, Iliad. 23, 708. Vgl. τεσσαράβοιος, ἐννεάβοιος, ἐεικοσάβοιος, ἑκατόμβοιος.