[696] δωτήρ, ῆρος, ὁ, der Geb er; Homer einmal, Odyss. 8, 325 ϑεοί, δωτῆρες ἑάων; vgl. δοτήρ und δώτωρ. – Hesiod. Th. 46. 111. 633. 664 ϑεοί, δωτῆρες ἑάων.