δύνω

[673] δύνω, = δύομαι. Bei Homer nur praes. u. impft., z. B. Iliad. 15, 219. 17, 202. 392 Odyss. 7, 81. 11, 579. Vgl. ἀποδύνω und ἐξαποδύνω. – Xen. An. 2, 2, 3 ἡλίου δύνοντος; Gesetz bei Aesch. 1, 12 πρὸ ἡλίου δύνοντος; Aesch. Suppl. 255 πρὸς δύνοντος ἡλίου; Soph. Phil. 1381 ἥλιος δύνῃ; Polyb. 9, 15, 9 δύνοντος τούτου (τοῦ ἡλίου); Aelian. V. h. 4, 1 ἡλίου δύνοντος; Paus. 2, 11, 7 μετὰ ἥλιον δύνοντα; Maneth. 4, 87 δύνοντος δ' ἄστροιο σεληναίης; 5, 94 ἢ δύνοντες ὁμοῠ (Mercur u. Mars) ἢ καὶ ὑπόγειοι ἐόντες; 6, 380 κέντρῳ ὕπερϑ' ὥρης ἢ καὶ δύνοντι βεβῶτες. Es finden sich die Lesarten δύναντος, δύναντι, δύναντα, δύναντες; wahrscheinlich aber sind diese Aoristformen zu verwerfen, u. überall die Präsensformen δύνοντος u. s. w. vorzuziehen.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 673.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: