[1056] εὐ-άλωτος, leicht zu fangen, zu erobern, von einem geliebten Knaben, Plat. Phaedr. 240 a; ἔλαφοι Xen. Cyn. 9, 9; Sp., ὑφ' ἡδονῆς, ὑπὸ δέους, Plut. Sert. 10; εὐάλωτον εἰς δεισιδαιμονίαν φύσει τὸ βαρβαρικόν 11; compar. εὐαλωτότερος, Luc. abdie. 28 (vgl. εὐαλούστερος); superl. εὐαλωτότατος, Themist.