[1074] εὐ-κέλαδος, wohltönend (lärmend), λωτός, von der Flöte, Eur. Bacch. 160; χοροί Ar. Nubb. 311; μάστιγες Opp. C. 4, 158; μολπή Mnasale. 11 (VII, 194); σύριγξ Alcaeus 12 (Plan. 226).