[1077] εὐ-λᾶϊγξ, ϊγγος, von schönem Stein, τράπεζα, σορός, Paul. Sil. 68 Iul. Aeg. 52 (IX, 767. 605); κλισμός, Col. 46; πόλις, Nonn. D. 16, 403.