εὐ-νομέομαι

[1083] εὐ-νομέομαι, dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήϑησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήϑη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσϑαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1083.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: