[1089] εὐ-πλεκής, ές, ep. ἐϋπλεκής, wohl geflochten, ϑύσανοι, δίφροι, Il. 2, 449. 23, 436; Hes. Sc. 306. 370 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 6 (VI, 28) σπυρίδες.