[1091] εὐ-πρεπής, ές, wohlanständig, schicklich; κόσμος Aesch. Pers. 819; ἄνδρα (sc. ἐξελϑεῖν) εὐπρεπέστερόν ἐστι Ch. 653; οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Eur. Gr. 1145; mit Attraction, ἐμοὶ μέντοι ἐπισταμένῳ οὐκ εὐπρεπέστερός ἐστιν (sc. ὁ λόγος) λέγεσϑαι, es schickt sich nicht, daß ich sage, Her. 2, 47; νοσήματος ῥηϑῆναι οὐκ εὐπρεποῦς Isocr. 12, 267. Bes. von äußerem Ansehen, geschmückt, schön, stattlich; λαός Aesch. Spt. 89; μεγέϑει εὐπρεπεστάτη Pers. 180; γυνή, μορφή, Eur. I. A. 386. 822; Ar. Eccl. 427; γυνὴ εὐπρεπὴς ἰδεῖν Xen. Mem. 2, 1, 22; Ar. Ti. 192; εὐπρεπεστάτη τελευτή, ruhmvoll, Thuc. 2, 44; τὰ πηγαῖα ὕδατα κοσμοῦντες εὐπρεπέστερα ποιοῠσιν Plat. Legg. VI, 761 a; Folgde. Bes. was einen schönen Anschein hat, ohne gerade so zu sein, τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc. 3, 38; vgl. Eur. Tr. 951; Plat. Polit. 296 a, was schön, glaubwürdig klingt; u. ä. εὐπρεπὴς αἰτία Thuc. 6, 76, δειλία 3, 82, Feigheit, die sich hinter einem schönen Namen verbirgt, wie μετ' ὀνόματος εὐπρεποῦς, unter anständigem Namen, ibid.; ἀπάτη 4, 86, u. ä. ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους 8, 66; ἐκ τοῦ εὐπρεποῠς, dem Vorwande nach, 7, 57; im Ggstze zu ἀληϑής Luc. Syr. dea 16, vgl. εὐπρέπεια. – Adv. εὐπρεπῶς, geziemend, εἶπε Aesch. Ag. 602; ὡς εὐπρεπέστατα τιϑέναι Plat. Conv. 198 d; scheinbar, Thuc. 6, 6 u. öfter.