[1091] εὐ-προς-ήγορος, gut, leicht anzureden, umgänglich, freundlich; στόμα Eur. Suppl. 893; φρήν Alc. 791, vgl. Valck. Hipp. 94; λόγῳ Isocr. 1, 20; Sp., wie Plut.; auch adv., ἅπασι εὐπροςηγόρως προςενεχϑῆναι καὶ ὁμιλῆσαι D. Hal. rhet. 5, 4.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]