[1099] εὐ-σταλία, ἡ, ion. = εὐστάλεια, Leichtigkeit, Gewandtheit, Hippocr.; leichte Rüstung, καὶ κουφότης τῆς στρατιᾶς Plut. Sert. 13, wo εὐστάλεια zu ändern ist.