[1106] εὐ-φραντικός, ή, όν, erheiternd, erfreuend; οὐδέν ἐστιν ὀφϑαλμῶν οὕτως εὐφραντικὸν ὡς γυναικὸς κάλλος Ath. XIII, 608 a; Sp.