[1085] εὐ-όμῑλος, gut im Umgange, gesellig, ὁ πᾶσιν ἀδιαφόρως προςομιλῶν B. A. 39; M. Ant. 1, 16; Hel. 7, 19; συμπόσιον, traulich, 3, 10.