[1104] εὔ-τυκτος, p. ἐυτυκτος, gut gemacht, schön gearbeitet, κυνέη Il. 3, 336, ἱμάσϑλη 8, 44, κλισίη 10, 566. 13, 240, Sessel Od. 4, 123 u. sp. D., σανίδες Ap. Rh. 1, 287, βωμός Opp. H. 5, 307; – κρέα εὔτυκτα ποιεῖσϑαι, wohl zubereiten lassen, Her. 1, 119.