[1108] εὔ-χαλκος, von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.