[1110] εὔ-χρηστος, leicht zu gebrauchen, brauchbar, nützlich, Plat. Legg. VI, 777 b; πρός τι, Xen. Mem. 3, 8, 5; οὕτω πορευόμενοι εὐχρηστότεροι γίγνονται Cyr. 5, 3, 39; Mem. 4, 1, 3; Sp., εἴς τι D. Sic. 5, 40. – Adv., εὐχρήστως ἔχειν πρός τι, = εὐχρηστέω, Pol. 3, 73, 5.