[1081] εὖ-μηχανία, ἡ, Geschicklichkeit, Etwas zu bewerkstelligen, Erfindungskraft: εὐμαχανίαν ἔφανας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν Pind. I. 3, 20; Sp., ϑαυμάζοντες τῆς τύχης τὴν εὐμηχανίαν Plut. Timol. 16.