[1136] ζα-μενής, ές (μένος), sehr kräftig, muthig; ζαμενέστατε H. h. Merc. 307. Oft bei Pind., z. B. Κένταυρος P. 9, 39; ἥλιος N. 4, 13 i Schol. ξηραντικός); λόγος Soph. Ai. 137, heftig; so öfter bei sp. D., χόλος Opp. C. 3, 448 (wo früher ein Wort ζαμενήχολος stand); ζαμενὲς κοτέειν Nic. Th. 181.