[1139] ζηλωτός, Nacheiferung, Bewunderung verdienend, ζαλωτὸς εὐνᾶς Pind. Ol. 7, 6; ζηλωτότερος καὶ ϑαυμαστότερος Isocr. 6, 95; glücklich, Aesch. Pers. 710; ζηλωτότατον βίον κατάξεις Ar. Nubb. 462; ζηλωτὸς καὶ εὐδαιμονιζόμενος Plat. Gorg. 473 c; Sp.