ζῶον

[1144] ζῶον, τό, richtiger ζῷον, vgl. E. M. p. 413, 17 u. oben ζώϊον, lebendiges Wesen, Thier; Ar. Pax 131; Plat. πᾶν ὅ τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον ἂν λέγοιτο ὀρϑότατα, Tim. 77 b; μὴ μόνον κατ' ἀνϑρώπων, ἀλλὰ καὶ κατὰ ζῴων πάντων καὶ φυτῶν Phaed. 70 d; 110 e Conv. 188 a; πρὸς ἡμῖν τἄλλα ζῷα καὶ δένδρα Soph. 233 e; Folgde; τί γὰρ εὔδαιμον μᾶλλον νῦν ἐστι δικαστοῦ ζῷον Ar. Vesp. 551; πενία, ἧς οὐδαμοῠ οὐδὲν πέφυκε ζῷον ἐξωλέστερον Plut. 443. – Nach Phot. ζῷον καὶ τὸ ἀληϑινὸν καὶ τὸ γεγραμμένον λέγουσι, gemaltes Wesen, Gemälde; ζῷα γράφειν u. γράφεσϑαι, = ζωγραφεῖν, oft bei Her.; ζῷα γραψάμενος πᾶσαν τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου (gleichsam "nach dem Leben malen lassen") 4, 88; ζῷα ἐγγεγλυμμένα für τύποι ἐγγεγλυμμένοι 2, 149; ἀνδριάντας καὶ ζῷα λίϑινα καὶ ξύλινα Plat. Rep. VII, 515 a; ὁ λόγος ὥςπερ ζῷον τὴν ἔξωϑεν περιγραφὴν ἔοικεν ἱκανῶς ἔχειν, wie ein Gemälde in Umrissen, Polit. 277 c; ἐπ' ἀμφοτέροις τοῖς μιμήμασι, τοῖς ζῴοις καὶ τοῖς ὀνόμασι Crat. 430 d; τὰ ζῷα ποιεῖν, malen, Plut. Per. 13. – Auch = ζῴδιον, Sternbild, Plut. an. procr. 31.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1144.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: