[1184] θάλπω, warm machen, erwärmen; στέατος μέγαν τροχὸν ϑάλποντες Od. 21, 179. 184. 246; ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο ϑαλφϑεὶς κασσίτερος Hes. Theog.863; ἔτι ἁλίῳ ἐϑάλπετο, d. i. er lebte noch, Pind. N. 4, 14, wie τρεῖς ποίας ϑάλψαι ὑπ' ἠελίῳ sc. ἑαυτόν Leon. Tar. 79 (VII, 731); Soph. Tr. 694; ϑάλπεται ῥάκη Phil. 38, wie φοίνικας ἁλίῳ πέπλους ϑάλπουσα Eur. Hel. 183, d. i. trocknen. – Einzeln in sp. Prosa, wie ἐϑάλπετο im Ggstz von ἐῤῥίγου Sext. Emp. pyrrh. 1, 82. – Auch vom Brüten der Vögel. – Uebertr., mit Liebe entzünden, entflammen, ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 592, wie pass. Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει πρὸς σοῦ τέϑαλπται 653; von Raserei, 881; vom Schmerz, καί μ' ἔϑαλπε Soph. Ant. 415; ἔϑαλψεν ἄτης σπασμός Tr. 1072, intrans., entbrannte; pass., εἰς τί μοι βλέψασα ϑάλπει τῷδ' ἀνηκέστῳ πυρί; von heilloser, leidenschaftlicher Hoffnung, El. 876; quälen, martern, Alciphr. 2, 2; Aristaen. 1, 24; auch betrügen, αἴ κε μὴ ϑαλφϑῇ λόγοις Ar. Equ. 210; ἄλλον ἰοῖσα ϑάλπε φίλον, lieben, Theocr. 14, 38.