θέσπισμα

[1204] θέσπισμα, τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ ϑεὸς κελεύῃ διὰ ϑεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαϑίει Λοξίᾳ ϑεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα ϑεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί ϑέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1204.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: