[1185] θαμβέω, staunen, erstaunen; λαοὶ δ' αὖ ϑηεῠντό τε ϑάμβησάν τε Il. 23, 728; 24, 484; οἱ δ' ἀνὰ ϑυμὸν ἐϑάμβεον Od. 4, 638; ϑάμβησαν καὶ πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν Il. 8, 77; c. acc., anstaunen, bewundern, Od. 17, 367. 2, 115. 16, 178, wie Pind. N. 3, 48; τέρας δὲ ϑάμβουν Aesch. Suppl. 565; καὐτὸς τεϑάμβηκα Soph. Ant. 1231, wie Eur. I. A. 1561. Später bes. = in Furcht setzen, LXX.; pass., διά τινος τεϑαμβημένος Plut. Caes. 45, vgl. Brut. 20; das act., ὑπὸ δὲ μεγέϑους τῶν κακῶν πάντα ϑαμβοῠντι καὶ παραπεπληγμένῳ τὸν λογισμὸν ἐοικώς Aem. Paul. 34. – Adj. verb. ϑαμβητός, furchtbar, Lycophr. 552.