[1186] θανάσιμος, ον, tödtlich, todtbringend, τύχαι Aesch. Ag. 1249; ϑανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα, das Blut des sterbenden Mannes, 1019; ϑανάσιμος γόος, Trauer um den Tod, oder Sterbelied, 1419; φάρμακα Eur. Ion 616; ὄλωλε ϑανασίμῳ πεσήματι Soph. Ai. 1012, durch den Sturz ins Schwert; πέπλον, das vergiftete, Tr. 755; βλάβη Plat. Legg. XI, 933 d; νόσημα Rep. III, 406 b; ἀδικία X, 610 c; ἤδη ϑανάσιμος, er ist dem Sterben, dem Tode nahe, ibd. III, 408 c; so Soph. ὦ γαῖα δέξαι ϑανάσιμόν μ' ὅπως ἔχω Phil. 808; Ἅιδου ϑανασίμους οἰκήτορας Ai. 513, wie Eur. Hec. 1033 ϑανάσιμον πρὸς Ἅιδαν; – ϑηρία, giftige, todtbringende, Pol. 1, 56, 4 u. Sp. – Adv. ϑανασίμως τύπτειν, tödtlich, Antiph. 4 γ 4, wie ϑανάσιμα δάκνειν D. Sic. 1, 87.