[1186] θανατόω, tödten; πάντως ἐμέ γ' οὐ ϑανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ ϑανατωϑὲν ἢ τρωϑέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος ϑανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐϑανατώϑη ὡς ἀπειϑῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεϑανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9.