[1204] θεσπι-ῳδέω, ein ϑεσπιῳδός sein, Orakel ertheilen, weissagen; Aesch. Ag. 1133; von Apollo, ὃς ϑεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου Ar. Plut. 9; Posid. Ath. V, 213 b; auch von Dichtern, οἳ ποιήμασι ϑειοτέροις τὰ περὶ τὸν βίον ϑεσπιῳδοῦσιν Plat. Ax. 367 d.