[1206] θηγαλέος, geschärft, scharf, πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίϑος ϑηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).