[1207] θηλυδρίας, ὁ, ion. ϑηλυδρίης (VLL. τεϑηλυμμένος), verweichlicht, καὶ μαλακώτερος ἀνήρ Her. 7, 153, ὁ μαλϑακός Luc. D. D. 5, 3, καὶ διακεκλασμένος Demon. 18; vgl. Arist. H. A. 9, 49 u. S. Emp. pyrrh. 3, 217.