[1213] θοινάω, einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ ϑοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐϑοίνων ἔλλοπας ἰχϑῦς Hes. So. 212. S. auch ϑοινίζω. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, ϑοινηϑῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι ϑοινᾶσϑαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον ϑοινάσομαι Cycl. 547; τεϑοίναται 377; c. gen, ϑοινήσατο ϑήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204.