[1214] θοινίζω, bewirthen, einen Schmaus geben; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐϑοίνισε Her. 1, 129, v. l. ἐϑοίνησε.