[1214] θολ-ώδης, ες, = ϑολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ ϑολώδεσι.
Meyers-1905: Hol
Pierer-1857: Hol an!