[1215] θορυβ-ώδης, ες, geräuschvoll, lärmend; ξύλλογος Plat. Legg. II, 671 a; Sp., φϑέγγεται ὁ κόττυφος ϑορυβῶδες Arist. H. A. 9, 49. – Adv., Poll. 5, 123.