[1216] θρασύτης, ητος, ἡ, Keckheit, Kühnheit; Thuc. 2, 61; nach Plat. Defin. 416 ὑπερβολὴ ϑράσους; Ggstz δειλία, Tim. 87 a; den plur. braucht Isocr. 4, 27.