[1218] θρησκίη, ἡ, = ϑρησκεία; ἡ περὶ ἱερά ϑ. Her. 2, 18 (aber B. A. 99 wird aus derselben Stelle ϑρεσκεία citirt); ϑρησκίας ἐπιτελεῖν μυρίας ibd. 37.