[1220] θρυλλίζω oder ϑρυλλίσσω, besser ϑρῡλίσσω (vgl. ϑραύω, ϑρύπτω), zerbrechen, zerschmettern; ϑρυλλίχϑη δὲ πέτωπον Il. 23, 396; ϑρυλίξας δέμας Lycophr. 487.