[1220] θρυπτικός, zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίϑων Galen. – Uebertr., weiblich, üppig, weibisch; ϑρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; ϑρυπτικόν τι προςεφϑέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. ϑρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.