[1215] θόρνυμαι, = ϑρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν ϑορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι ϑόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.