[1215] θόρυβος, ὁ, Lärm, Geräusch, bes. das verworrene Durcheinanderschreien u. Lärmen einer großen Menschenmenge; συμμαχία ϑόρυβον μέγαν παραίϑυξε Pind. Ol. 11, 74; τίς αὖ ϑόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1247; ϑορύβῳ τε πίσυνος καὶ ἀμαϑεῖ παῤῥησίᾳ Eur. Or. 905; ἐς ϑόρυβον ἦλϑον λευσϑῆναι I. A. 1349, d. i. in die Gefahr; καὶ ϑορύβου καὶ πατάγου χυτρείου Ar. Lys. 328; ἦν δὲ ϑόρυβος πολὺς καὶ ἐκπληκτικός Thuc. 8, 92; ἐκπληττόμενον ὑπὸ ϑορύβου τῶν πολλῶν Plat. Legg. II, 659 a, öfter; bes. mißbilligendes od. lobendes Geschrei, ὅταν ξὺν πολλῷ ϑορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν Rep. VI, 492 b; im Theater, Legg. IX, 876 b; εἰπὼν ταῦτα πολλοῖς ϑόρυβον παρέσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων Prot. 339 d; Ar. Equ. 547 u. A.; im schlimmen Sinne, μεγάλοι ϑόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυςκλείᾳ, böse Reden, Soph. Ai. 142. Auch = Verwirrung, Unruhe, καὶ ταραχή Plat. Polit. 273 a; Phaed. 66 d u. Sp.