[1250] ιλᾱος, ον, att. ἵλεως, ων, neutr. plur. ἵλεα, Plat. Phaed. 95 a; bei den Tragg. u. Ar. steht ἵλαος nur in lyr. Stellen; versöhnt, gnädig, huldvoll, von Göttern, ἵλαος Ολύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il. 1, 583; ὡς κέ τοι ἵλαον κραδίην καὶ ϑυμὸν ἔχωσι Hes. O. 338; ἵλαοι καὶ εὐϑύφρονες γᾷ δεῠρ' ἴτε σεμναί Aesch. Eum. 992; ἵλαος, ὦ δαίμων Soph. O. C. 1477; ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη Eur. Hel. 1013; ἥκετ' εὔφρονες ἵλαοι πότνιαι Ar. Th. 1148; οἱ ϑεοὶ ἵλεώ τε καὶ εὐμενεῖς πέμπουσί σε Xen. Cyr. 1, 6, 2; Plat. Legg. IV, 712 b; τοὺς ϑεοὺς ἵλεως οἰόμενοι ποιεῖν ϑυσίαις τε καὶ εὐχαῖς X, 910 a– Von Menschen, wohlwollend, freundlich; Pind. P. 12, 4; ἵλεως κλύων Soph. El. 645; καὶ εὐμενής Plat. Phaedr. 257 a; καὶ πρᾶος πᾶσιν Rep. VIII, 566 e; τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ δεχόμενοι Legg. V, 747 e. So auch σὺ δὲ ἵλαον ἔνϑεο ϑυμόν Il. 9, 639, wie 19, 178; ἵλεῳ φρενί Soph. Tr. 760; ἵνα ἵλεώ σου τύχοιμι καὶ πραοτέρου Plut. Ant. 82. Auch = heiter, fröhlich, H. h. Cer. 204; πιόντα τὸν ἄνϑρωπον ὁ οἶνος ποιεῖ ἵλεων εὐϑὺς μᾶλλον ἢ πρότερον Plat. Legg. I, 649 a; ἵλεων γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται Conv. 206 d; Ggstz λυπούμενος, Ephipp. bei Ath. VIII, 363 c. – [Die von Choerob. B. A. 1383 bezeugte Länge des α ist nicht beachtet Il. 9, 639. 14, 178 u. bei sp. Ep., wie Theocr. 27, 15 (aber lang 5, 18), Mosch. 2, 146, Callim. Dian. 129; α ist kurz auch bei Pind., Soph., Ar.]