[1298] κάκη, ἡ, das Schlechte (κακός), schlechte Gesinnung, bes. Feigheit; ἄψυχος Aesch. Spt. 174; λήματος Spt. 598; δειλίαν καὶ κάκην κεκτήσομαι Eur. I. T. 676; λιπόντα τὴν τάξιν διὰ κάκην Plat. Rep. V, 468 a; Bosheit, Schlechtigkeit, σὴν ἁμαρτίαν τὸ μὴ εἰδέναι ἐκλύει κάκης Eur. Hipp. 1335; ἐμῶν πατέρων κάκην Ar. Av. 541; ὁ τῆς κάκης ἵππος μετέχων Plat. Phaedr. 247 b; Legg. V, 737 b.