[1331] κάρτος, τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σϑένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.