κάτ-αγμα

[1342] κάτ-αγμα, τό, Il ἰκατάγνυμι), der Bruch, Diosc. u. a. sp. Med., ion. κάτηγμα, Hippocr. – 2) (κατάγω) die zum Spinnen fertig gemachte, gekrempelte Wolle, VLL. erkl. ἐρίου κατάσπασμα; Soph. τί [1342] γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ἐς μέσην φλόγα, übh. Wolle, Trach. 692; vgl. Ar. Lys. 583; Philyll. Poll. 7, 29; Plat. Polit. 282 e τῶν περὶ ξαντικὴν ἔργων μηκυνϑέν τε καὶ σχὸν πλάτος λέγομεν εἶναι κάταγμά τι.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1342-1343.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: