[1423] κέρδιστος, superl. zum Folgdn (von κέρδος), der Listigste, Verschlagenste, Il. 6, 153, von Sisyphus; – der Nützlichste, κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ δοκεῖν φρονεῖν Aesch. Prom. 385; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης Soph. Ai. 730.