[1425] κέρ-τομος (κέαρ-τέμνω), eigtl. herzschneidend, herzkränkend, dah. höhnend, verspottend; κέρτομα βάζειν Hes. O. 786; ἢ κέρτομός με ϑεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά Eur. Alc. 1128, d. i. betrügerisch; vgl. H. h. Merc. 338; ϑυσίῃσί τε τὰ ἀγάλματα καὶ χοροῖσι κερτόμοισι ἱλάσκοντο Her. 5, 83, dem nachher κακῶς δὲ ἠγόρευον οἱ χοροί entspricht; [1425] κέρτομος καὶ σατυρικὴ παιδιά D. Hal. 7, 72, u. sonst einzeln bei Sp.